Για να κατανοήσουμε την έννοια της ενδοφθάλμιας πίεσης θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το μοντέλο ενός ματιού. Ας φανταστούμε λοιπόν ότι το μάτι είναι μια κλειστή κοιλότητα μέσα στην οποία παράγεται ένα υγρό, το υδατοειδές υγρό, το οποίο αποχετεύεται από το μάτι μέσω ενός σωλήνα και περνά τελικά στο αίμα. Αν λοιπόν για κάποιο λόγο χαλάσει αυτή η ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και την αποχέτευση του υδατοειδούς υγρού τότε το νερό λιμνάζει μέσα στο μάτι και έτσι αυξάνεται η πίεση που ασκείται στα τοιχώματα του ματιού και που την ονομάζουμε ενδοφθάλμια πίεση. Το κακό όμως είναι ότι αυτή η αυξημένη πίεση ασκείται και πάνω στο οπτικό νεύρο το οποίο ξεκινά από το τοίχωμα του βολβού και σιγά-σιγά το καταστρέφει.
Επειδή το μάτι έχει διαφορετικές ανοχές έτσι και η πίεση που είναι δυνατόν να αποβεί επιζήμια για το νεύρο του ματιού διαφέρει. Με βάση στατιστικά δεδομένα η ενδοφθάλμια πίεση κυμαίνεται φυσιολογικά από 10 έως 21 mmhg. Όπως αναφέραμε παραπάνω η αντοχή κάθε ματιού είναι διαφορετική. Συνεπώς πίεση 18 δεν είναι πάντοτε φυσιολογική όπως επίσης πίεση 22 δεν είναι πάντοτε παθολογική, αν δεν συνοδεύεται από βλάβες, και ονομάζεται απλώς υπερτονία.
Ερχόμαστε τώρα στην πρόληψη της κατάστασης αυτής και πιο συγκεκριμένα στην ερώτηση που εύλογα τίθεται, τι δηλαδή μπορεί να γίνει για να προλάβουμε τις ζημιές που προκαλεί η πάθηση αυτή.
Η απάντηση είναι αρκετά απλή. Προληπτικός έλεγχος της ενδοφθάλμιας πίεσης και του οπτικού νεύρου κάθε δύο χρόνια μετά την ηλικία των 35 ετών και κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 40 ετών επειδή με βάση κλινικές μελέτες η συχνότερη περίοδος εμφάνισης του γλαυκώματος είναι η 5η δεκαετία της ζωής.
Σημαντικό επίσης χαρακτηριστικό της πάθησης αυτής είναι ότι παρουσιάζει κληρονομικότητα και συνεπώς απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή όταν στο στενό συγγενικό περιβάλλον υπάρχουν πάσχοντες από γλαύκωμα. Έστω λοιπόν ότι κάποιος βρίσκεται σε κάποια εξέταση να έχει υπερτονία ή έστω πίεση στα ανώτερα φυσιολογικά όρια. Τι πρέπει να γίνει; Θα πρέπει ο οφθαλμίατρος να προχωρήσει σε μια διαδικασία που ονομάζεται μελέτη γλαυκώματος και περιλαμβάνει:
- Μέτρηση πίεσης αρκετές φορές και σε διαφορετικές ώρες της ημέρας για να σχηματιστεί ημερήσια καμπύλη πιέσεως που δείχνει την μεταβολή της πίεσης κατά την διάρκεια του 24ωρου.
- Έλεγχος και παρακολούθηση του οπτικού νεύρου με στερεοσκοπικές μεθόδους, ανάλυση οπτικής θηλής για την ανακάλυψη και παρακολούθηση πιθανών βλαβών.
- Έλεγχος του οπτικού πεδίου με ειδικό μηχάνημα με σκοπό την ανακάλυψη ακόμα και πολύ αρχόμενων βλαβών. Λέγοντας οπτικό πεδίο εννοούμε την έκταση που το κάθε μάτι καλύπτει στον χώρο όταν κοιτάμε ευθεία μπροστά, δηλαδή όχι το πόσο καλά βλέπουμε αλλά σε πόση έκταση μπορούμε να δούμε με κάθε μάτι.
Αν από τις παραπάνω εξετάσεις προκύψει ότι ο ασθενής μας έχει αλλοιώσεις τότε πλέον παύουμε να μιλάμε για υπερτονία και μιλάμε για γλαύκωμα που χρειάζεται θεραπεία. Η θεραπεία του γλαυκώματος είναι αρχικά φαρμακευτική με κολλύρια και μόνο όταν η ρύθμιση με κολλύρια είναι ανεπαρκής προχωράμε σε χειρουργική αντμετώπιση με πολύ καλά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό της φαρμακευτικής θεραπείας του γλαυκώματος είναι ότι αποτελεί θεραπεία υποκατάστασης και όχι θεραπεία επανόρθωσης και συνεπώς συνεχίζεται δια βίου.
Από όλα όσα αναφέραμε γίνεται φανερό το πόσο σημαντική είναι η πάθηση αυτή και συνεπώς το πόσο σημαντική είναι η θεραπεία της. Είναι κρίμα στον 21ο αιώνα που τα ιατρικά μέσα είναι τόσα πολλά και τόσο εξελιγμένα να συναντούμε περιπτώσεις ανθρώπων που τυφλώνονται από άγνοια ή ασυνέπεια.